Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Από το θάλαμο μελλοθανάτων στην αθανασία! (για τη Βαγγελιώ Κουσιάντζα)

ΒΑΓΓΕΛΙΩ ΚΟΥΣΙΑΝΤΖΑ - Δασκάλα


Για τη Βαγγελιώ Κουσιάντζα

Για τη μεγάλη μαχήτρια του επαναστατικού λαϊκού κινήματος Βαγγελιώ Κουσιάντζα έχουμε ξαναγράψει στο αφιέρωμά μας για την ηρωική εποποιία του ΔΣΕ στη Νιάλα των Ευρυτανικών Αγράφων υπό τον τίτλο: «Ψυχή βαθιά στη Νιάλα-Μια ξεχασμένη σελίδα…»  (βλ. εδώ).
Ανακαλύψαμε μέσα από την προσωπική μας βιβλιοθήκη (στο βιβλίο του Τάκη Ψημμένου «Αντάρτες στ’ Άγραφα, 1946-1950, αναμνήσεις ενός αντάρτη», εκδ. Σύγχρονη Εποχή) και θα σας παρουσιάσουμε ολόκληρο το τελευταίο συγκινητικό γράμμα της Βαγγελίτσας πριν την εκτέλεσή της από το μοναρχοφασιστικό αμερικανόδουλο Κράτος στις 9 Μάη του 1947.
Επίσης παραθέτουμε και ένα απόσπασμα από μία συνταρακτική διήγηση του συλληφθέντα αγωνιστή στη Νιάλα Αγράφων Βασίλη Φυτσιλή, συγκρατούμενου της Β. Κουσιάντζα, ο οποίος καταδικάστηκε σε ισόβια και αφηγείται την ανεπανάληπτη ηρωική στάση της Βαγγελιώς μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα!!! (Αυτή η αναφορά προέρχεται από το βιβλίο του ίδιου του Βασίλη Φυτσιλή «Πληγές του Εμφυλίου» εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Κατ’ αρχάς το γράμμα:








«Θάλαμος μελλοθανάτων 8/5/47 Λαμία

Αγαπημένη μου Σωτηρία
Σ΄ αφήνω γεια μια για πάντα. Είμεθα μια μεγάλη παρέα. Με τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις βρεθήκαμε στην Νιάλα στ’ Άγραφα. Η απότομη πρωτοφανής χιονοθύελλα μας εδυσκόλεψε. Εγώ επί 24 ώρες έμεινα αναίσθητος και αν έζησα μέχρις εδώ τη ζωή μου τη χρωστώ στο Βασ. Φυτσιλή από τη Σέκλιζα ο οποίος για το χατήρι μου κατεδικάσθη σε ισόβια δεσμά χωρίς όμως και για να ζήσω.


‘Ύστερα από πολλά ενώ καθήμεθα μέσα σε σκηνές μας παρέλαβε στρατός. Από το ψύχος είχα πρηστεί. Μας πήγαν στ΄ Άγραφα ενόλω είμεθα 30 και γω, 31. Μας κράτησαν τρεις ημέρας για ενέσεις. Από κει στο Μοναστηράκι. Το τι δοκιμάσαμε εκεί δε λέγεται. Μας χτύπησαν και μου κόψαν τα μαλλιά μου ολίγα πάντως.
Στο Καρπενήσι εκεί ήταν τα πολλά. Με πήγαν σε μπουντρούμι σκοτεινό και χωροφύλακες μαυροσκούφηδες με χτύπησαν απάνθρωπα με σιδεριές και με κρανιές. Μου σπάσαν δυό πλευρά και ακόμα το σώμα μου είναι κατάμαυρο. Μας φέρανε εδώ. Τελική απομόνωση. Τους εξευτελισμούς και ηθικές καταπιέσεις όπου δοκιμάσαμε δε λέγονται. Στην 1 η Μαϊου μας κοινοποίησαν την απόφαση ότι στις 3 περνάμε από στρατοδικείο. Γράμμα δεν μπορούσαμε να στείλουμε διότι δεν έκανε όπως μας είπαν. Ήλθε ο πατέρας μου. Παρακολούθησε δύο ημέρας και μετά πήγε στην Αθήνα. Δεν μ΄ άφησαν καθόλου να μιλήσω. Τώρα από προχθές 5 Μαϊου βγήκε απόφαση με θανατική ποινή. Μας σκηνοθέτησαν πολλά ιδία δε εμένα τόσα που δε λέγονται. Εν τέλει μας χαρακτήρισαν ως στρατολόγους  ηθικούς αυτουργούς. Τι να γίνει Σωτηρία μου αφού έτσι είναι ο κόσμος.
Δεν έχω μπροστά μου παρά λίγα λεπτά ελπίζοντας ίσως από Αθήνα ο πατέρας μου να φανεί. Έπειτα πλέον φεύγω μια για πάντα χρυσή μου.
Εσύ να εργαστείς στο σχολείο και να δώσεις στη νεολαία να πιστέψει τι είναι εκείνο που εμείς πεθαίνουμε υπερήφανοι για την Ελλάδα και πηγαίνουμε ψηλά με τη συνείδησή μας καθαρή.
Ως ενθύμιο δωρίζω το καρρέ στη Βασιλικούλα σου αφού άλλο τι δεν έχω. Στη μάνα μου να κάνεις κουράγιο και να της δώσεις σε παρακαλώ τα υπόλοιπα πράγματα για ανάμνηση.
Δεν θέλω να με κλάψετε ούτε και να με πενθείτε. Η θυσία μας που γίνεται θα γίνει φάρος που θα φωτίσει όλο τον κόσμο για μια καλύτερη ζωή. Σ’ όλο το δικό μας κόσμο σκόρπα τους ενθουσιώδεις χαιρετισμούς μας. Όπου πάμε και βρεθούμε θα συνεχίσουμε τη δουλειά μας ώστε ερχόμενοι κάποτε και σεις να απολαύσουμε όλοι μαζί τα αγαθά εκείνα που εδώ καθόλου δεν βρέθηκαν.
Σας αποχαιρετώ παντοτεινά
Γεια σας – γεια σας
Βαγγελίτσα
Υ.Γ. Έρχονται να μας πάρουν για το σφαγείο. Θάρρος και υπομονή. Μη μας ξεχάστε. Εύχομαι οι κόποι μας γρήγορα να αποβούν σε όφελος όλου του λαού.
Καλή καρδιά.
Αντίο- αντίο για πάντα».



- Στη συνέχεια παραθέτουμε τα αποσπάσματα από τη διήγηση του συγκρατούμενου της Βαγγελίτσας, του Βασίλη Φυτσιλή, που σας προαναφέραμε στην εισαγωγή,

Στη μάντρα της Ξηριώτισσας
«Μας είχαν πιάσει αιχμαλώτους, ξεπαγιασμένους, μέσα στα αντίσκηνα του κυβερνητικού στρατού, στον ανεμοδαρμένο αυχένα της Νιάλας. Τριάντα άντρες, ανταρτόπουλα του Δημοκρατικού Στρατού και στελέχη της Κομματικής Οργάνωσης του ΚΚΕ και μία γυναίκα τη Βαγγελιώ Κουσιάντζα(….). Στη Λαμία στο έκτακτο στρατοδικείο που μας οδήγησαν, εμάς του Δημοκρατικού Στρατού, με μια δίκη-παρωδία και με συνοπτικές διαδικασίες- μας καταδίκασαν, εννιά άντρες και τη Βαγγελίτσα εις θάνατο και τους υπόλοιπους σε ισόβια δεσμά (…)
Πριν τα ξημερώματα, χτυπήσανε οι πόρτες. Κλειδιά στριφογύριζαν στις κλειδαριές. ‘Ήρθε η ώρα! Μ’ έβγαλε ένας δεσμοφύλακας απ’ το δικό μας θάλαμο και με πήγε στους μελλοθανάτους. Το είχαν ζητήσει οι ίδιοι. Με χαιρετούσαν και ο καθένας κάτι μου έβαζε με τρόπο στις τσέπες μου. Μου άφησαν τις τελευταίες παραγγελίες για τους δικούς τους.


Και φτάνει, χαράματα, η κουστωδία, στη μάντρα του νεκροταφείου της Ξηριώτισσας. Και ξεφορτώνουν τους αγωνιστές στον “κρανίου τόπο”. Μα αυτοί, τον τόπο ετούτο της σφαγής και της φρίκης, τον κάνουν χοροστάσι της αντρειοσύνης. Μόλις τους ξεκλειδώνουν απ’ τις χειροπέδες, πιάνουν ο ένας τ’ αλλουνού το χέρι και στήνουν το χορό!
Έχε γεια, καημένε κόσμε
έχε γεια, γλυκιά ζωή!
Η Βαγγελίτσα, φορώντας το κόκκινο μεταξωτό φουστάνι της, σέρνει πρώτη το χορό. Και ακολουθούν όλοι, τραγουδώντας αυτό το “παράξενο”, το συγκλονιστικό ξεφάντωμα. 
 Στη στεριά δε ζει το ψάρι
ουτ΄ ανθός στην αμμουδιά
και οι Έλληνες δε ζούνε
δίχως την ελευθεριά
Και μετά, έπιασαν το τραγούδι που λέγαμε τις τελευταίες μέρες στην απομόνωση. Το “τραγούδι” μας.
Για μια ιδέα ευγενικιά
δίνουμε τη ζωή μας
χαρά σ’ αυτόν που παρατά
για μια τιμή τον κόσμο.
Οι στρατιώτες του εκτελεστικού αποσπάσματος, που τους ΄λαχε ο κλήρος να εκτελέσουν αυτό το μακάβριο “στρατιωτικό καθήκον”, μένουν πετρωμένοι στις θέσεις τους, σαν αγάλματα. Συγκλονισμένοι παρακολουθούν αυτό το απίστευτο θέαμα, αυτό το δραματικό μεγαλείο των μελλοθάνατων αγωνιστών. 
“…Ετούτοι  είναι οι ληστές;…Οι Προδότες της πατρίδας;…”.


“Για μια ιδέα ευγενικιά δίνουμε τη ζωή μας”!!! Συνεχίζουν το χορό τους οι μελλοθάνατοι, με τη Βαγγελίτσα μπροστά, ν’ ανεμίζει στο χέρι το μαντήλι της.
Πώς να σηκώσουν το όπλο, να σκοτώσουν αυτά τα παλικάρια… Ποιο “στρατιωτικό καθήκον” να εκτελέσουν, όταν βλέπουν απέναντί τους τέτοιους Έλληνες, αδέρφια τους;… Όταν αντικρίζουν την ίδια τη μαχόμενη πατρίδα, ν’ αποκαλύπτεται μπροστά στα μάτια τους με όλη την αληθινή της δόξα…
Ένα φως αστράφτει ξαφνικά μέσα στη συνείδησή τους. “Όχι!” Δε θα ρίξουν τις φονικές τους σφαίρες πάνω σε τούτα τα παλικάρια. Τ’ αδέρφια τους!...
“Επί σκοπόν” ουρλιάζει ο επικεφαλής του αποσπάσματος. Μα κανένας δεν κουνιέται από τη θέση του. Κανένας δε σηκώνει το όπλο.
“Για μια ιδέα ευγενικιά δίνουμε τη ζωή μας!...”
Αμηχανία και αναταραχή επικρατεί στους επικεφαλείς του αποσπάσματος και στον κύριο βασιλικό επίτροπο. Μαζεύουν άρον-άρον τους στρατιώτες σε μια καρότσα φορτηγού και τους ξαναγυρίζουν στο τάγμα τους. Τη “λύση του προβλήματος” έδωσαν χωροφύλακες-“μαυροσκούφηδες” και “ΜΑΥδες” τρομοκράτες, του μεταβαρκιζιανού παρακράτους. Άτομα πορωμένα και αδίστακτα, που εκτελούσαν πρόθυμα και με ευχαρίστηση τη γενική προτροπή των Αγγλοαμερικανών επικυρίαρχων:
“Σκοτώστε τους!”  
Έριξαν τα καυτερά τους βόλια πάνω στα κορμιά των αγωνιστών, ενώ εκείνοι συνέχιζαν το χορό τους. Τα παλικάρια γονατίζουν, διπλώνονται και πέφτουν αιμόφυρτα πάνω στη μαγιάτικη χλόη. “Και τα΄αθώο χόρτο πίνει αίμα αντί για τη δροσιά…”


ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΡΩΝΗΣ - Τελειόφοιτος Νομικής

ΜΗΤΣΟΣ  ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ - Αγρότης

ΑΛΕΚΟΣ ΓΑΛΑΝΙΤΣΑΣ - Δάσκαλος
Τελευταία έπεσε η Βαγγελίτσα. Γονατισμένη, με το κορμί τρυπημένο απ’ τις σφαίρες, αλλά με την καρδιά όρθια μπροστά στους εκτελεστές της, καταγγέλλει τους δολοφόνους. Ζητωκραυγάζει, αποχαιρετώντας τη ζωή, το λαό της, το κόμμα της:
“Αλίμονο στο καθεστώς, που προσπαθεί να κρατηθεί στην εξουσία, σκοτώνοντας Έλληνες πατριώτες. Ας είναι το αίμα μας το τελευταίο που χύνεται. Ο λαός δε θα μας ξεχάσει. Ζήτω το τιμημένο Κάπα Κάπα Έψιλον

Ήταν μόλις 29 χρονών...

Ένα αφιέρωμα στη μνήμη της Βαγγελιώς Κουσιάντζα από το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης" 


ΥΓ. Δείτε και εδώ:



http://eyrytixn.blogspot.gr/2013/07/blog-post_27.html

Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Αυτή τη στιγμή...


"Η φωνή του Μεγάλου Πνεύματος ακούγεται στο τιτίβισμα των πουλιών, το κυμάτισμα των μεγάλων νερών και τη γλυκιά ανάσα των λουλουδιών. Αν αυτό είναι ειδωλολατρία, τότε αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον, είμαι ειδωλολάτρης."

Zitkala-Sa (1876-1938)
Dakota Sioux


Υ.Γ. Η καταπληκτική φωτογραφία που συνοδεύει την ανάρτησή μας  απεικονίζει το Βελούχι και είναι δώρο προς το blog μας από τη φίλη αναγνώστρια Themida την οποία και ευχαριστούμε θερμά!



 blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"
blog

Κυριακή 13 Μαΐου 2012

Χρόνια πολλά Ευρυτάνισσα Μάνα

Η συνοδευτική φωτογραφία είναι του αξέχαστου Κώστα Μπαλάφα

Η Ευρυτάνισσα Μάνα στάθηκε μια ζωή αληθινό παλικάρι, καλύτερα κι από άντρας, στο σπιτικό της, στο σύζυγο, στα παιδιά της, στους γέροντες γονείς. Η παράδοση του ορεσίβιου αγνού ανθρώπου που το συναίσθημα και η αγάπη οδηγεί την καθημερινή πράξη του, εκφράστηκε με τον πιο μεγαλειώδη και ανιδιοτελή τρόπο στη μορφή της Ευρυτάνισσας Μάνας. 
Δρασκέλισε δύσβατα μονοπάτια και πέρασε αστραποκαμένες στράτες σε χρόνους δίσεκτους. Πόνεσε σε πολέμους και ξεριζωμούς, σπάραξε σε ξενιτειές. Αλλά ήταν αυτή και πάλι που έκαμε τη στέρηση θέληση και τη φτώχεια δημιουργία. Μαυροφορεμένη ή όχι, με το σκαμμένο από τα βάσανα προσωπάκι της, με τα ροζιασμένα σαν του εργάτη χέρια της, με την πλάτη κυρτή από το φορτίο της ζωής, μα συνάμα και με το χαμόγελο της αισιοδοξίας να ομορφαίνει τη σεβάσμια μορφή της, με την τρυφεράδα της να χαρίζει δύναμη, με την αδιάλειπτη προσφορά της απέναντι σε όλους μας να αποτελεί πηγή θαυμαστής ενέργειας και για την ίδια, με την αστείρευτη διάθεση στήριξης και αλληλεγγύης προς όλη την οικογένεια - κατάφερε και κέρδισε δίκαια το Σεβασμό και το Κύρος σε μια κοινωνία που ήταν και μάλλον είναι αυστηρή απέναντι στη Μάνα. 
Κράτησε ορθή κι αλύγιστη και ας αδίκησε πολλές φορές τον ίδιο της τον εαυτό και τα προσωπικά της "θέλω" για χάρη όλων των υπολοίπων. Έδωσε ότι είχε και δεν είχε, από μια ψυχή πάμπλουτη σε Αγάπη. Και πήρε τη δική μας Αγάπη σα μοναδική ανταμοιβή της, άλλωστε ποτέ δε ζήτησε κάτι άλλο!
ΥΓ. Για τη Μέρα της Μάνας, το αφιερώνω και στη δική μου... 


Σάββατο 12 Μαΐου 2012

Ν' αγνάντευα τον Πίνδο...!


"Ήθελα νἄμουν σταυραητός, νὰ πέταγα τ᾿ ἀψήλου,
ν᾿ ἀνέβαινα στὴ Λιάκουρα, κατάκορφα στὴ ράχη,
νἄριχνα ἐκεῖθε μία ματιά, ν᾿ ἀγνάντευα τὸν Πίνδο,
νὰ ἰδῶ πῶς μοῦ τὸν ἔκαμαν τὰ χρόνια κ᾿ ἡ σκλαβιά του.
Ποιὸς λέει δὲν κλαῖνε τὰ βουνά; Ποιὸς λέει πὼς δὲν γεράζουν;...
Χιόνια καὶ κρούσταλλα παλιά, γεράματα γιομάτα,
σκεπάζουνε τὸν Πίνδο μου, καὶ καταχνιὲς τὸν πνίγουν·
κι ἀκούγω, ἀκούγω ἀπὸ μακρυά, ἀκούγω ἀπὸ τὰ ξένα
τῆς γερατειᾶς του τὸ σκουσμό, τὸ κλάμμα τῆς σκλαβιᾶς του.
Ἄχ! πότε αὐτὸ τὸ σκούξιμο, τρανὴ κραυγὴ θὰ γίνει,
κραυγὴ ἀνήμερου θεριοῦ, ἐκδίκηση γιομάτη,
νὰ μάσει ἀπὸ τὴν ξενιτιὰ τὰ ἔρμα τὰ παιδιά σου,
τ᾿ ἀστροπελέκια σου ἄρματα, Πίνδε, νὰ μᾶς μοιράσεις,
μία μέρα, ν᾿ ἀναστήσουμε τὴ δόλια μας πατρίδα!...
Ἄχ! πότε ἡ καταχνιά σου αὐτὴ κ᾿ ἡ τόση σου θολούρα,
ποὺ τώρα στὸ ἀτέλειωτο σάβανο σὲ τυλίγει,
πότε νὰ γίνει θὰ τὴν δῶ καπνούρα ἀπὸ ντουφέκια!...
Καὶ πότε αὐτὸς ὁ ἥλιος σου, ποὖναι νεκρὸς καὶ κρύος,
πότε μία μέρα θὲ νὰ βγεῖ ζεστὸς μέσ᾿ στὲς κορφές σου,
νὰ λυώσουνε τὰ κρούσταλλα καὶ τὰ πολλά σου χιόνια,
καὶ φυτρώσουν, μία ἄνοιξη, μαζὶ μὲ τὰ λουλούδια,
ἀρματωμένα, Πίνδε μου, τὰ νιάτα τὰ παλιά σου!..."

(του ποιητή των βουνών Κώστα Κρυστάλλη, 1868-1894)



Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

Φτώχεια κι αναπαραδιά



Από την προσωπική μας βιβλιοθήκη επιλέξαμε ένα παλιό δυσεύρετο βιβλίο του έξοχου Ευρυτάνα συγγραφέα Γιάννη Βράχα υπό τον τίτλο: «Έτσι ζούμε στο χωριό μας - Ψιανά Ευρυτανίας», Αθήναι 1964), για να σας παρουσιάσουμε το παρακάτω συγκινητικό και άκρως διδακτικό κείμενο.

Ιδού:

«Δεν είν’ ολοένα τ’ Αη-Γιωργιού», λένε στο χωριό, σαν περάσουν οι λίγες πλούσιες μέρες του χρόνου. Μακάρι να ήταν. Τα χωριά, τις πάρα πολλές μέρες του χρόνου- ας μην αναφέρω αριθμό, είναι πάρα πάνω απ’ τις τρακόσιες- έχει φτώχεια κι αναπαραδιά (δεν υπάρχει δεκάρα στο σπίτι). Οι μικροφαμελιές αγωνίζονται στους κάμπους και στα βουνά για το ψωμί τη φαμελιάς. Έχουν έξι κι οχτώ και δέκα παιδιά. Όλα μικρά. Τι θέλουν να φάνε αυτά; Και να δουλεύει ένας μόνο. Ο πατέρας τα κουβαλάει σαν η γάτα τα γατάκια της, το φθινόπωρο στον κάμπο. Τους φκιάνει μια καλύβα με σάλωμα, με μια πορτούλα μόνο, χωρίς παράθυρο, πάντα γεμάτη καπνό, πάντα γεμάτη σκόνες. Εκεί πάνω στο χώμα, σε 8-10 τετραγωνικά μέτρα χώρο, ζει όλη η φαμελιά, πάντα με το φόβο να πεταχτεί καμιά σπίθα και πάρει φωτιά η καλύβα και να καούν μέσα! Πολλά τέτοια δυστυχήματα έχουν γίνει. Και δεν είναι μόνο η διαμονή. Είναι η περιπέτεια του δρόμου: 4-5 μέρες πεζοπορία και φορτωμένη όλη η οικογένεια ως το παιδάκι των πέντε χρονών. Αν έχουν την τύχη να τους πάρει στο δρόμο η βροχή ή το χιόνι, είναι να τους κλαις. Πολλές φορές, έγκυες γυναίκες, εκεί που προχωρούν, έρχεται η ώρα τους να γεννήσουν. Σε κάποια σπηλιά, κάτω από ένα δέντρο... Γεννούν! Κάθονται λίγο, τυλίγουν πρόχειρα το παιδάκι, το βάζουν στην ποδιά τους, και συνεχίζουν την πορεία, με το φόρτωμα στην πλάτη και το μωρό στην ποδιά...
    
Αυτοί που καταφέρνουν και μένουν στον τόπο τους, κι ας τρώνε μόνον μια φορά τη μέρα, θεωρούνται ευτυχείς. Άλλες γυναίκες θέλουν να δώσουν κουράγιο στις πολυβασανισμένες που φεύγουν για τον κάμπο το χειμώνα.
-Αϊ, ώρα καλή σ’ Κώστινα μ’ κι καλό χ’μώνα, Να, πέντ’ έξ’ χρόνια, όσου να τραπιλώσ΄νι (μεγαλώσουν) τα πιδιά σ’ κι ύστιρα θα ξανασάν’ς κι συ.

Κι άλλη με μεγάλα παιδιά, που φεύγει κι αυτή, γιατί τα κορίτσια της τώρα θέλουν προίκα και προικιά και που δε βρίσκει δουλειά στο χωριό να τα ετοιμάσει, λέει:
-Αξ’νανι (μεγάλωσαν) τα πιδάκια μ’ - αβγάτ’σαν (έγιναν περισσότερα) τα φαρμάκια μ’.

Πολύ δύσκολο να παντρέψει κόρη ο φτωχός. Μεγάλο αγώνα κάνει όλη η φαμελιά να αποκαταστήσει το κορίτσι. Και συχνά λένε: «’Όποιους δεν πάντριψι κουρίτσ’ κι δεν έχτ’σι σπίτ’, τίπουτα δεν ξέρ’».

Εδώ κάθε οικογένεια κερδίζει το πολύ από 1000 ως 4000 δραχμές το χρόνο. Με ότι θα βγάλει το χωράφι, από ένα-δυό ως τρία στρέμματα, με τα λίγα γίδια, 10-20 και με τα λίγα μεροκάματα 30-40 το χρόνο, που θα πάει στον κάμπο να τα δουλέψει, γιατί εδώ θα υπάρχουν ελάχιστες δουλειές, μ’ αυτά τα έσοδα πρέπει να ζήσει. Μ’ αυτά θα αγοράσει το ψωμί της, το λίγο λάδι, τα τσαρούχια, τα ρούχα, λίγη ροδοζάχαρη να βρίσκεται για φάρμακο, καμιά ρέγγα το φθινόπωρο και κάνα κομμάτι μπακαλιάρο του Βαγγελισμού, που το καλεί η μέρα να τρώνε ψάρι, νάχει και για το δίσκο και για τα όργανα στο παγκύρ’.

Κρέας θα χορτάσει τα Χριστούγεννα, αν έχει γουρούνι και τη Λαμπρή. Πολλές φορές με αστεία διασκεδάζουν τη φτώχεια τους.
«Χρ΄στού-Λαμπρή κρέας, Χρ’στού Λαμπρή κρέας, του βακιστήκαμι»....

Κι όλο λένε στους ανύπαντρους:
-¨Αϊτι, τι κάν΄ς Θανασούλα; Δε θα φάμι κάνα κουψίδ’ φέτου; (δηλαδή στο γάμο του).

Κι άμα παντρευτεί ο Θανασούλας χαλάει ο κόσμος. Και φαγητό και γλέντι. «Ας πιούμι απού κανένα κι ας φέρουμι κι κανιά γυρβουλιά να ξιχάσουμι τα βάσανά μας...» Και δε έχουν άδικο.

Οι γάμοι γίνονται συνήθως το Φθινόπωρο που βράζει ο μούστος και είναι και κάπως παχιές οι γίδες. Στο γάμο μερικοί τρώνε για πολλές μέρες. Υπάρχει άφθονο φαγητό, γιατί ο καθένας φροντίζει στο γάμο του να τα «κάνει θάλασσα».

Ο Φλεβάρης κι ο Μάρτης είναι οι χειρότεροι μήνες για τους φτωχούς. Ότι πήραν από τα χωράφια, το λίγο βούτυρο που περίσσεψε, το λίγο τυρί, όλα σώνονται. Οι τροφές για τα ζώα κι αυτές λίγες. Αν έρθει οψιμοχειμωνιά... αλίμονο! Υποφέρουν σκληρά. Ύστερα και τα πιο πολλά σπίτια στο χωριό, είναι κακοφκιαγμένα, χωρίς ταβάνι, χωρίς παράθυρα με τζάμια, χωρίς κρεβάτια, χωρίς σκεπάσματα αρκετά. Ψυγεία αληθινά. Δεν περισσεύει απ’ το ψωμί για το σπίτι. Ό,τι μπορεί κανείς κάνει μόνος του. Κείνος που δεν είναι άξιος και δεν έχει λεπτά να πληρώσει τεχνίτη, υποφέρει πολύ το χειμώνα. Είναι τόση η φτώχεια, η δυστυχία κι η αναπαραδιά σε μερικές ιδίως φαμελιές, που δεν περιγράφεται. Η μεγαλύτερη χαρά στο χωριό είναι να βρίσκεις δουλειά. Οι εργάτες παρακαλούν να τους προτιμήσεις. Αν υπήρχε εργασία, το χωριό θα είχε ζωή, κέφι, γέλιο, ενθουσιασμό, προκοπή. Και το χωριό όλο φωνάζει: «δώστε μου δουλειά να ζήσω».

Να ιδούμε, θ’ ακουσθεί η φωνή του, έστω και τώρα;».

Τρίτη 1 Μαΐου 2012

ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΗ ΚΑΘΩΣ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ ΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ…


Εφημερίδα «ΡΟΥΜΕΛΗ»
Όργανο της Επιτροπής του ΕΑΜ Στερεάς Ελλάδας
Πρωτομαγιά 1944       

Το blog "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"φέρνει σήμερα στο φως της δημοσιότητας ένα ακόμη σπάνιο ντοκουμέντο από τις ηρωϊκές αντιστασιακές μνήμες του λαού μας! Μια συγκινητική αναφορά όλο συναίσθημα, επαναστατική ορμή και υπερηφάνεια, δια χειρός του μεγάλου αγωνιστή δημοσιογράφου Τάκη Φίτσου ο οποίος 5 χρόνια αργότερα, το 1949, εκτελέστηκε από το μοναρχοφασιστικό κράτος. Το εξαιρετικό αυτό κείμενο, που θα διαβάσετε παρακάτω, γράφηκε κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας του Πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη στην Ανταρτομάνα Ρούμελη, δίπλα στο σκληρά δοκιμαζόμενο μα και ανυπόταχτο λαό της περιοχής. Ευχαριστούμε από καρδιάς την πολύ καλή φίλη Γίτσα από το "Αγρίνιο...γλυκές μνήμες" που μας χάρισε τούτο το πολύτιμο υλικό που θα σας παρουσιάσουμε, ως μία συμβολή και εκ μέρους μας στις αθάνατες παρακαταθήκες μιας αληθινά αξέχαστης εποχής, τότε που ο λαός μας και η μάχιμη αντάρτικη πρωτοπορία του αγωνίζονταν ασυμβίβαστα ενάντια στην κτηνώδη ναζιστική κατοχή και τους ντόπιους δοσίλογους συνεργάτες της, για μια πραγματικά λεύτερη ζωή! Διατηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτότυπου.

Παραθέτουμε, από τη σπάνια εφημερίδα,  το συγκεκριμένο άρθρο…

«Πλημμύριζαν τα βουνά κι’ οι κάμποι μές στο ξανθό φως τ’ Απρίλη, κι’ έλαμπαν οι βασανισμένες καρδιές, κι’ άνθιζε πάνω στα πικραμένα χείλη το χαμόγελο, κι είταν χαρά κι’ ενθουσιασμός και πανηγύρι της χαροκαμένης χωριάτικης ζωής. Κ’ η σκέψη κορυδαλός που πετούσε ψηλά στ’ ακροούρανα και το γαλάζιο φέγγος που απλώνονταν παντού έκανε να σμίγουν χαρούμενες οι φωνές των ανθρώπων, έριχνε το λογισμό στο όνειρο, στο γλυκό όνειρο μιας ευχάριστης πραγματικότητας. Κ’ είταν χαρά, κι’ είταν φως, κι’ ήταν γλυκασμός της ψυχής κι’ ελπίδα γοργοφτέρουγη και θάμπος αχτιδοβόλο και δεν είταν άλλο παρά ο πόθος κι’ η λαχτάρα, κι’ ο βόγγος, κι’ η κραυγή μες απ’ τα πονεμένα στήθη τα Ελληνικά:
-Ζήτω ο Άρης! Αυτό είταν.
Και κείνος, καβαλλάρης, διάβαινε γοργά, και πίσω του καβαλλάρηδες, οι μαυροσκούφηδες, με τα όπλα τα βουτηγμένα στο άτιμο το αίμα του καταχτητή και των προδοτών, τα άγια τα όπλα, παιδιά ηλιοκαμένα του λαού μας, κι είχαν πάρει κι’ αυτά κάτι απ’ τον ανέκφραστο αέρα του Αρχηγού τους, και κάλπαζαν τ’ άλογα  και βροντούσαν θριαμβευτικά τα’ άρματα, και γύρω και μπρος, και παντού, ο λαός, άντρες, γυναίκες, γέροι, κορίτσια, επονίτες γεμάτοι σεμνή οργή, κι αετόπουλα που τιτίβιζαν κι έκαναν τόση φασαρία με τις χαρούμενες τσιριχτές φωνούλες τους :
Ζήτω ο Άρης.
Κι οι μανάδες, με τις γιορτάσιμες μαντήλες τους, έδειχναν στα παιδιά τους, κρατώντας τα στην αγγαλιά, με θαυμασμό δυσκολόκρυφτο και καμάρι, τον Αρχηγό που πέζευε και φιλούσε το σεβάσμιο χέρι του γεροπατέρα που ‘χασε το γιο του στον πόλεμο ή της γριάς μάνας π’ αχνότρεμαν τα μαραμένα χείλη της απ’ τη συγκίνηση, και τα μωρά έπιαναν τα γένια του κι' έπαιζαν μ’ αυτά κι’ άπλωναν προς αυτόν τα χεράκια τους ή ξαφνιάζονταν καθώς τον έβλεπαν και με φόβο έκρυβαν το προσωπάκι τους το χλωμό απ’ τη στέρηση, στον κόρφο της μάννας τους.
Ολάκερη η λεβέντικη ψυχή του λαού μας η απέθαντη ψυχή, η ψυχή που βογγάει και λαχταράει και πονάει και στέκεται ολόρθη, πολεμιστής ακατάβλητος, πολεμιστής αντρειωμένος για τη χιλιάκριβη τη λευτεριά, δείχνονταν περίλαμπρη αυτές τις ώρες, τις αξέχαστες ώρες, καθώς κάλπαζαν τα’ άλογα, και βροντούσαν θριαμβικά τα’ άρματα, κι’ αντιλαλούσε το τραγούδι το ηρωϊκό.
Λαμποκοπούν χρυσά σπαθιά
πέφτουν  ντουφέκια ανάρια,
ο Άρης κάνει πόλεμο
μ’ αντάρτες παλληκάρια ..

Έξω, στον κάμπο, σήκωναν ψηλά τα ροζιασμένα χέρια τους οι αγρότες, κ’ οι αγρότισσες τις αξίνες τους χαιρετώντας μ’ αυτές καθώς έσκαβαν τη γη, και σταματούσαν ξαφνιασμένοι στο αναπάντεχο πέρασμα των μαυροσκούφηδων, κι΄ έτρεχαν και πηδούσαν, σαν κατσίκια τους φράχτες και τα χαντάκια, κι έρχονταν να ιδούν «τουν καπιτάνιου» κι όσοι τον ήξεραν από παληότερα που πέρασε απ’ το χωριό τους, του’λεγαν καμαρωτά και με πεποίθηση:
 - «Αμ’ έννοια σ’ Αρχηγέ μ’ κι ειν’ ούλου του χουριό μι του Ιαμ, κι μι σας τα’ αντάρτις. Άϊντι στι δλειά σ’, άϊντι στου καλό, κι μεις ιδώ είμαστ, βαστάμι γιρά». …

Κι’ έλαμπαν οι καρδιές όλων, οι βασανισμένες καρδιές, κι είταν χαρά, κι είταν φως, κι είταν ήλιος, ένας μεγάλος ήλιος μέσα σ’ όλους μας που θέρμαινε κ’ είταν πόνος γλυκός, κ’ είταν πεποίθηση.
Κ’ ύστερα, κι' άλλοι κάμποι, κι άλλα βουνά, κι’ άλλα χωριά, και κάλπαζαν τ’ άλογα, και βροντούσαν θριαμβικά τα’ άρματα, και παντού η ανίκητη ψυχή του λαού, του λαού μας, που παλεύει κι’ αγωνίζεται με την αξίνα στο χωράφι, με το σφυρί στο εργοστάσιο, με το ντουφέκι στο χέρι για τη λευτεριά, τη χιλιάκριβη λευτεριά…»
                                                                                                                             Τ. ΦΙΤΣΟΣ