Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Γολγοθάδες…


Ξέρω ξενιτεμένε μου αδερφέ, ότι μέρες που είναι, η σκέψη σου φτερουγίζει σ’ εκείνο το καπνισμένο φτωχοκάλυβο με τα σφαλιστά παράθυρα και τη χορταριασμένη αυλή. Βλέπεις, ο νους δεν γνωρίζει σύνορα μήτε φραγμούς κι ας κάνει πολλές φορές επίμονες στάσεις στα κρύα λιμάνια των αποχαιρετισμών, στα λευκά σαν φτερά αγγέλων μαντήλια, στην τρεμάμενη αγκαλιά της μάνας, στα απαλά ροδοδάχτυλα της κοπελιάς που δεν έλεγαν να ξεγλιστρήσουν μέσα από το δικό σου το χέρι…
Πάει καιρός που πήρες των οματιών σου για τα σκλαβοπάζαρα της ξενιτιάς, στην Αμερική, στον Καναδά, στην Αυστραλία, στη Γερμανία. Και η Ελλάδα των «νικητών», των καταστροφών, των διωγμών, της ορφάνιας και της φτώχειας, χάραξε και το δικό σου πικρό δρόμο του μισεμού. «Ποτέ δεν απόσωσες ακέριο έν' άσπρο καρβέλι χαράς στη ζωή σου» που λέει κι ο δικός μας ο ποιητής, ο μπάρμπα Μιχάλης μας. Και το γύρεψες αλλού, μακριά. Ξεμάκρυναν και τα χρόνια, γιόμισαν βάτα κι αγκάθια οι δρόμοι της επιστροφής. Βλέπεις, υπάρχουν κι άλλοι «Γολγοθάδες», πιότερο γήινοι κι απόλυτα ανθρώπινοι. Είναι αυτοί που ο σταυρός του προσωπικού μαρτυρίου δεν περνά μέσα από τας γραφάς, αλλά από φωτεινές λεωφόρους με πανύψηλους ουρανοξύστες. Εκεί που τα όνειρα συνθλίβονται ανάμεσα σε τεράστιες στοίβες με άπλυτα πιάτα και τα δάκρυα πνίγονται σε ατέλειωτα μοναχικά νυχτέρια σε αγέλαστα εργοστάσια…
Ξέρω ξενιτεμένε μου αδερφέ, ότι πάντα λαχταράς να γυρίσεις σε τούτο το μακρινό Ευρυτανοχώρι της πρώτης σου νιότης, κρατώντας σαν έπαθλο τον τίμιο κόπο μιας μαχόμενης μα και λεηλατημένης ζωής. Ξέρεις κι εσύ ότι καμιά χήρα μάνα δεν θα σε περιμένει πια. Έφυγε με τον καημό κρατώντας στο λιγνό της χεράκι εκείνο το κομποδιασμένο απρομάντηλο με το φυλαχτό που σε καρτεράει ακόμη. Τα παιδικά πρόσωπα των αδερφών σου ρυτίδιασαν και τ’ ανιψάκια πέρασαν στα πανεπιστήμια. Οι παλιοί φίλοι μεγάλωσαν πολύ, άσπρισαν και σοβάρεψαν. Κι η κοπελιά έγινε γιαγιά…
Αλλά να θυμάσαι αδερφέ, μέρες που είναι, πως δεν θα διαλέξουμε να πιούμε το μαύρο κρασί της λησμονιάς, μα τ’ άλλο, το κόκκινο της θύμησης. Να ξέρεις ότι όσα μολόγησες στα παιδιά σου για τούτο το φτωχό ορεινό χωριουδάκι που πρωτάνοιξες τα μάτια σου, τα διηγήθηκαν κι άλλοι στα δικά τους τα παιδιά. Γι’ αυτό και όλοι μας σε καρτεράμε πάλι, και σένα και τα παιδιά σου και τα εγγόνια σου. Στον τόπο σου, στο καλύβι σου, στα χώματά σου. Ν’ ανοίξουμε τα παραθύρια, να μπει ο ήλιος, να  φωτίσει κι εκείνη τη σκονισμένη γωνιά στο τραπέζι…    

Αφιερωμένο από το blog μας στα αδέρφια, τους συγγενείς και τους φίλους Ευρυτάνες της διασποράς.


Δευτέρα 22 Απριλίου 2013

Όλα εν σοφία…


Το νεογέννητο λουλούδι ξεπετάγεται θαρραλέα μέσα από την πέτρα αναζητώντας το ζωογόνο φως μαζί με το δικαίωμα της δικής του ταπεινής συμμετοχής στην προσδοκώμενη αναγέννηση της φύσης.
Μα και η ίδια η πέτρα αν και καμωμένη από υλικό σκληρό, προσφέρει ζωτικό χώρο στη νέα ανθισμένη ύπαρξη, αναγνωρίζοντας μέσω αυτής της παραχώρησης την αδήριτη αναγκαιότητα της συνύπαρξης.
Η αρμονία μέσα από την αντίθεση, με τον αιώνια σοφό τρόπο που η φύση ορίζει…


Τρίτη 16 Απριλίου 2013

Αλίκη Τσουκαλά: «Αποκηρύσσω, μα όχι τις ιδέες μου… αλλά τον πατέρα μου»!!!

Η Αλίκη (σε σχέδιο του Μέντη Μποσταντζόγλου)


«Αγόρια στήστε το χορό, κορίτσια τραγουδείστε
και σεις παιδιά μου αδέρφια της, κρατείστε τον καημό σας.
Τώρα είναι Απρίλης κι άνοιξη, τώρα είν' καημός για νιάτα
τώρα το μνήμα της ανθεί γιομάτο παπαρούνες
Μάνα της πιάσου στο χορό, και συ αδερφέ της πρώτος
και σεις πικραδελφούλες της, φέρτε ένα γύρο ακόμα
κι εγώ ένα ρουμελιώτικο σκοπό θα τραγουδήσω
τραγούδι απ' την πατρίδα μου κι απ' την καρδιά μου μέσα.»

(“Ρουμελιώτικο μοιρολόι” –  γραμμένο από τον τραγικό πατέρα της Αλίκης, τον Ευρυτάνα ποιητή Γ. Τσουκαλά)


ΘΥΣΙΑ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ…

Η Αλίκη Τσουκαλά ήταν μια γενναία και πανέμορφη κοπέλα Ευρυτανικής καταγωγής που εκτελέστηκε σε ηλικία μόλις 21 χρονών στο νεκροταφείο του Αϊ Γιάννη στη Χαλκίδα τα ξημερώματα της 16ης Απρίλη 1949, μετά από μια κατάπτυστη δίκη-σκευωρία με την οποία καταδικάστηκε σε θάνατο για «συμμετοχή σε παράνομη κομμουνιστική οργάνωση με σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος»! Η συνήθης στημένη κατηγορία με την οποία οδηγήθηκαν στα εκτελεστικά αποσπάσματα χιλιάδες αγωνιστές της αντίστασης και του λαϊκού  μας κινήματος. Μαζί με την Αλίκη εκτελέστηκαν άλλες 3 γυναίκες (Κατερίνα Μελεμενή, Ευανθία Πατσαλή, Μαρία Λαφαζάνη) και 4 άντρες (Τάκης Φίτσος, Γιάννης Χάνος, Δημήτρης Βουραζόπουλος, Γιάννης Χριστοφορίδης). Όλοι τους διαλεχτοί αγωνιστές. Ο Τάκης Φίτσος ήταν ο σπουδαίος δημοσιογράφος και λογοτέχνης, παλιός στενός συνεργάτης του Άρη Βελουχιώτη (βλ. εδώ). Ο Χριστοφορίδης ήταν ο ατρόμητος καπετάνιος ενός καϊκιού που φυγάδευε διωκόμενους αντάρτες. Μετά το χαμό του η γυναίκα του και μάνα δύο παιδιών αυτοκτόνησε πέφτοντας στον Ευβοϊκό.  

Η Αλίκη γεννήθηκε Άνοιξη (26 Μάη 1928) και «έφυγε» Άνοιξη (16 Απρίλη 1949) . Λες και μέσα από αυτή την τραγική συγκυρία οι τύραννοι του ερέβους, οι αδίστακτοι εκπρόσωποι του αμερικανόδουλου μοναρχικού κράτους, επεδίωκαν να δολοφονήσουν στο πρόσωπο της μικρής Αλίκης τον ίδιο τον συμβολισμό της αναγέννησης και της προόδου!

Η μεγάλη μας ποιήτρια Ρίτα Μπούμη-Παπά η επονομαζόμενη και “Σολωμός της Αντίστασης” έγραψε στη μνήμη της νεαρής ηρωίδας ένα υπέροχο ποίημα με τον τίτλο «Αλίκη». Παραθέτουμε από αυτό λίγους αντιπροσωπευτικούς στίχους:

«Πώς να πεισθούν όσοι πολύ μ’ αγάπησαν
πως νίκησα πεθαίνοντας όλους μου τους εχθρούς
πως εκυρίεψα τα φρούριά τους
πως δεν φοβήθηκα τους κεραυνούς των ντουφεκιών
πως χάρισα το πιο γλυκό χαμόγελο
στα φανταράκια που με σημαδεύαν
λίγο πιο έξω από τη Χαλκίδα;»


Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Γ. ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ…


Ο πατέρας της Αλίκης ήταν ο Ευρυτάνας ποιητής Γ. Τσουκαλάς. Μία τραγική μορφή που βίωσε στο έπακρο όχι μονάχα τη βαθιά οδύνη του πατέρα που χάνει κατ’ αυτό τον τρόπο το παιδί του, αλλά πολύ περισσότερο τις τύψεις και την ενοχή λόγω του γεγονότος ότι εκείνος δείλιασε μπροστά στο θάνατο και έζησε, ενώ η αγαπημένη του κόρη στάθηκε ως το τέλος ακλόνητη και χάθηκε …

Ο Γιώργος Τσουκαλάς ήταν ένας χαρισματικός άνθρωπος. Από το μεγάλο Ευρυτάνα διανοητή Μιχάλη Σταφυλά μαθαίνουμε πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Γ. Τσουκαλά. Αν δεν ήταν ο Μ. Σταφυλάς ίσως και αυτός να είχε μείνει στην αφάνεια. Ο Γιώργος Τσουκαλάς γεννήθηκε στα 1903 στον Προυσό Ευρυτανίας. Από μικρός ήταν ανήσυχο πνεύμα, έτσι δεν δέχτηκε την σίγουρη θέση που του προσφέρθηκε στο δημόσιο, αλλά προτίμησε τη δημοσιογραφία η οποία βέβαια προπολεμικά δεν προσέφερε καμία επαγγελματική εξασφάλιση. Τουναντίον μάλιστα, οι εφημερίδες έκλειναν η μία μετά την άλλη λόγω της συχνά ανώμαλης πολιτικής κατάστασης (δικτατορίες κλπ). Ο Τσουκαλάς επιδόθηκε και στη συγγραφή μυθιστορημάτων και ιστορικών ερευνών σχετικά με τους αγωνιστές του 1821. Εκεί που θα σταθούμε όμως είναι στο σημαντικό ποιητικό  του έργο που απέσπασε σπουδαίους επαίνους στην εποχή του! Σε ηλικία μόλις 18 ετών εκδίδει την πρώτη ποιητική του συλλογή «Άσμα ασμάτων» (1921), ενώ ακολουθούν: τα «Αγροτικά» (1924), τα «Ερωτικά» (1925), ο «Χωρισμός» (1926), «Η ζωή μου κι εγώ» (1928), το «Ελντοράντο» (1937) και βέβαια το κορυφαίο μα και τραγικότερο όλων… «Αλίκη» (1960)!



Μετά το κλείσιμο από τη δικτατορία του Μεταξά της εφημερίδας «Ανεξάρτητος» (των Ευρυτάνων εκδοτών Πουρνάρα), ο Γ. Τσουκαλάς ιδρύει την πρώτη ιδιωτική «Δανειστική Βιβλιοθήκη» στην οδό Φιλελλήνων 25, η οποία σύντομα μετατρέπεται σε σπουδαίο πνευματικό κέντρο και αναγνωρίσιμο στέκι διανοουμένων, λογοτεχνών και μελετητών, πάντα με την άοκνη και συνεχή παρουσία του ίδιου του Γιώργου Τσουκαλά ο οποίος χαίρει πλέον βαθιάς εκτίμησης και αναγνώρισης στους κύκλους της διανόησης. Ο Γ. Τσουκαλάς είναι όμως και τύπος μποέμ, με έφεση προς τη γλεντζέδικη ζωή. Συχνάζει παρέα με τον φίλο του τον Κώστα Βάρναλη στα Πλακιώτικα κουτούκια πολλές φορές και μετά ωραιοτάτων νεανίδων! Ως προοδευτικό πνεύμα, ο Γ. Τσουκαλάς συνδέθηκε την περίοδο της Κατοχής με την Αντίσταση δίπλα από άλλους επώνυμους αγωνιστές.

 

Η ΑΛΙΚΗ


Η Αλίκη ήταν ένα πανέξυπνο, όμορφο και γεμάτο ζωή κορίτσι. Τρυφερή, με σπάνιες ευαισθησίες. Στα χνάρια του πατέρα της, τον οποίο θαύμαζε, η Αλίκη μελετούσε ακατάπαυστα λογοτεχνία, ποίηση, ιστορία, ήταν δε και η ίδια ένα πολλά υποσχόμενο συγγραφικό ταλέντο. Παράλληλα διαπρέπει στις σπουδές της, λατρεύει παθολογικά τη μουσική, παίζει πιάνο. Οι κοινωνικές της αναζητήσεις βρίσκουν διέξοδο στην ΕΑΜική Αντίσταση. Από μικρή εντάσσεται στην ΕΠΟΝ! Η Αλίκη αποτελεί υπόδειγμα αγωνίστριας, είναι «πρώτη στα μαθήματα και πρώτη στον αγώνα» δίνοντας ανελλιπώς το παρόν της σε όλες τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις εναντίον του φασίστα κατακτητή. Κατόπιν, στην περίοδο του Εμφυλίου, κυνηγημένη πλέον, συνεχίζει την αγωνιστική δραστηριότητά της αποσπώντας το θαυμασμό και την εκτίμηση όλων των συντρόφων της για την ανιδιοτελή της προσήλωση στο κίνημα, μα και για την συγκινητική της τόλμη.

Το 1949 η Αλίκη συλλαμβάνεται μαζί με άλλους αγωνιστές με τη συνήθη κατηγορία ότι αποτελούσαν ανατρεπτική ομάδα κατά του καθεστώτος. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο ίδιος ο πατέρας της, ο καλός του φίλος Τάκης Φίτσος και άλλοι επώνυμοι Αθηναίοι. Οι συλληφθέντες πλην του Γ. Τσουκαλά (για τον οποίο θα εξηγήσουμε παρακάτω τους λόγους) θα υποστούν τα πιο άγρια βασανιστήρια μέσα στα αστυνομικά μπουντρούμια. Κάποιοι εξ΄ αυτών εκπαραθυρώνονται από την Ασφάλεια η οποία κατά την προσφιλή τακτική της τούς παρουσιάζει τάχα ως “αυτοκτονήσαντες”! Οι υπόλοιποι οδηγούνται στο στρατοδικείο. Η θανατική καταδίκη τους είναι κάτι παραπάνω από βέβαιη. Η Αλίκη με πρωτοφανή λεβεντιά και αξιοπρέπεια αντέχει όλα τα μαρτύρια, στέκεται αλύγιστη! Ο πατέρας της όμως επιλέγει μια εντελώς διαφορετική στάση: παραδίδεται αμαχητί στο φόβο. 'Έτσι υποτάσσεται και σκύβει στην εξουσία. Νομίζει ότι αν δεχθεί να αποκηρύξει τις ιδέες του, αν συνεργαστεί με το κράτος και “μιλήσει", έτσι όπως θα του ανέθεταν οι αρχές, εναντίον των πρώην συντρόφων του ανάμεσα στους οποίους βρισκόταν και η ίδια του η κόρη!, πως θα τύχει διαφορετικής μεταχείρισης τόσο ο ίδιος όσο και η Αλίκη. Πράττοντας κατ' αυτό τον τρόπο, ο Γ. Τσουκαλάς θα αναιρέσει τον ίδιο του τον εαυτό και θα σκοτώσει μόνος του την ψυχή του και το αλλοτινό έντιμο παρελθόν του. Στη διάρκεια της δίκης (15 Μάρτη ως 5 Απρίλη 1949) και στη δίνη μίας άνευ όρων απόγνωσης θα γυρνά μέσα στο στρατοδικείο με ένα ευαγγέλιο στο χέρι και θα παριστάνει τον τρελό προσπαθώντας να σώσει την κόρη του. Ταπεινώνεται, αυτοεξευτελίζεται, μετατρέπεται σε ένα ηθικό ράκος.

Η Αλίκη όμως ήταν πλασμένη από τα ανθεκτικά υλικά των ηρώων! Δεν ακολουθεί τον ταπεινωτικό δρόμο του πατέρα της, αλλά επιλέγει τη στάση της τιμής, της αξιοπρέπειας και της υπερηφάνειας. Δεν δέχεται να διαχωριστεί από τους συντρόφους της, αρνείται να καταδώσει και δεν αποκηρύσσει τα πιστεύω της. Στην απολογία της ενώπιον του θανατοδικείου η ευαισθησία της γίνεται πύρινο ξίφος στην καρδιά του μοναρχοφασιστικού κράτους. Με συγκινητικό και συνάμα παλικαρίσιο τρόπο υπερασπίζεται τη λαϊκή υπόθεση και το δίκαιο του αγώνα για λευτεριά και ανεξαρτησία. Η γενναία απολογία της καθηλώνει τους πάντες, ακόμη και τους στρατοδίκες. Το μόνο που βρίσκει να πει ο πρόεδρος του στρατοδικείου Καρράς είναι: «κάνε μας μίαν προφορικήν δήλωσιν αποκηρύξεως και είσαι ελεύθερη να συνεχίσεις τας σπουδάς σου». Εκείνη ακριβώς την τραγική στιγμή που μια λέξη μόνο, θα μπορούσε να πάρει την Αλίκη από την αγκαλιά του θανάτου και να την οδηγήσει ξανά στη Ζωή, ο πατέρας της πέφτει γονατιστός μπροστά της ζητώντας της να υπακούσει στον πρόεδρο του στρατοδικείου. Μία σκηνή που αναμφίβολα θυμίζει αρχαία τραγωδία.

Πώς να ένιωσε άραγε αυτή η ακατάβλητη αγωνίστρια; Όταν πέρα από τον προσωπικό της γολγοθά, έβλεπε τον ίδιο της τον πατέρα, τον παλιό αγωνιστή και κάποτε σεβαστό ίνδαλμά της, να καταρρακώνεται με τέτοιο τρόπο και παράλληλα να επιζητεί και από την ίδια να ακολουθήσει το δικό του ηθικό ξεπεσμό;  

Ίσως οι στίχοι της Ρίτας Μπούμη – Παπά από το προαναφερόμενο ποίημα να μας δίνουν μια απάντηση για τα βαθύτερα ανομολόγητα συναισθήματα της Αλίκης:

«Κι έχω πατέρα ποιητή
που προσκυνά το στέφανο του μάρτυρα που φόρεσα
κι ακοίμητο καντήλι ανάβει
μπρος στη φωτογραφία μου που τη στολίζει μ’ άνθη
κι ακόμα μου ζητά γονατιστός συγνώμη
γιατί μπόρεσε κι έζησε.

Σαν με γεννούσε έψελνε αγροτικά εμβατήρια
με μακριά μαλλιά στον άνεμο δοσμένα,
αυτός με δίδαξε τη μουσική να κυνηγώ
να ντύνομαι με πράσινες ελπίδες.

Πώς να προδόσω
την ομορφιά που μου ‘δωσε ο πατέρας
πως ν’ απιστήσω στη θρησκεία που διάλεξα
λουτρό να κάνω μες στο ψέμμα
πώς να κυλήσω μες στη λάσπη
την εικοσάχρονη καρδιά μου»
                                        
Η Αλίκη στάθηκε ολόρθη υψώνοντας το δικό της «ΟΧΙ»! Κοιτώντας θαρραλέα τους στρατοδίκες της είπε: «Μονάχα δήλωση ότι αποκηρύσσω τον πατέρα μου και όχι τις ιδέες μου, μπορώ να σας υπογράψω»!!! Η ηρωίδα είχε ήδη επιλέξει έναν περήφανο θάνατο παρά μια ατιμωτική “ζωή”!  Η απόφαση του στρατοδικείου για την Αλίκη ήταν ότι «αποβαίνει επιβλαβής δια την πατρίδα» και καταδικάζεται… «δις εις θάνατον»!!!  
   

ΤΡΑΓΙΚΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ…

Μετά την εκτέλεση της Αλίκης, ο πατέρας της θα αφεθεί ελεύθερος. Είναι όμως πλέον ηθικά νεκρός! Ο Γ. Τσουκαλάς θα ζει σε ένα υπόγειο, γωνία Σοφοκλέους και Αριστείδου, περιφρονημένος λόγω της στάσης του ακόμη και από την ίδια του την οικογένεια, τη γυναίκα του και τα παιδιά του και απομονωμένος από τους αλλοτινούς συναγωνιστές του και τους παλιούς κύκλους της διανόησης. Κάποια στιγμή θα ξαναπαντρευτεί, εντούτοις όμως δεν θα μπορέσει ποτέ να ξεφύγει από τις τύψεις και το προσωπικό του δράμα. Στο τέλος κι έχοντας πια "μισοπαρανοήσει", θα πεθάνει τυφλός και μάλλον ξεχασμένος σε κάποιο αθηναϊκό γηροκομείο. Στα 1974, την ίδια ακριβώς μέρα που έσβησε και ο παλιός του φίλος Κ. Βάρναλης! 

Αρκετά χρόνια πριν το θάνατό του, γύρω στο 1960, ο Γ. Τσουκαλάς εξέδωσε ένα βιβλίο με τίτλο «ΑΛΙΚH». Περιείχε ποιήματα του τραγικού πατέρα αφιερωμένα στη μνήμη της κόρης του, ποιήματα που συγκλόνισαν για το βαθύ σπαραγμό τους. Στον Μιχάλη Σταφυλά που τον επισκέφτηκε είπε : «Είναι γραμμένο με το αίμα της καρδιάς μου. Κάθε λέξη του τη συνόδευε ποταμός δακρύων. Πλήγωνα το στήθος μου με την πένα που έγραφα…» (σ.σ. Μ. Σταφυλά, “της πατρίδας και της λευτεριάς”). 

Το εξώφυλλο του βιβλίου είναι αυτό που βλέπετε στην αρχή του παρόντος αφιερώματος. Την προσωπογραφία της Αλίκης φιλοτέχνησε ο «Μποστ» (Μέντης Μποσταντζόγλου) ενώ ο τίτλος του βιβλίου Αλίκη σε συνδυασμό με το όνομα του ποιητή αποκάτω, είναι πανομοιότυπη η υπογραφή της ηρωίδας: Αλίκη Γ. Τσουκαλά! Λίγοι στίχοι από αυτό το βιβλίο…

«Αόρατη ζυγαριά που ταλαντεύεσαι
μπροστά μου, όταν τα μάτια μου τα κλείνω:
από τη μια το ματωμένο της χαμόγελο
κι από την άλλη η περιφρόνησή της…
Κρατάω τη ζυγαριά στα δυό μου χέρια:
βαρύτερη απ’ το αίμα είναι η ματιά της….
Εμένανε τα δυό μου χέρια τρέμουν.
Εμένα θρυμματίστηκε η καρδιά μου…»

(Δίλλημα)

«Είναι τόσο περσότεροι εκείνοι που φύγαν
και μετριούνται στα δάχτυλα αυτοί που μου μείναν.
Θέ μου δεν ξαίρω αν είμαι μ’ αυτούς και μ’ εκείνους,
Μ’ όσους μείναν, ή, μ’ όσους έχουν φύγει για πάντα.»

(Μπαλάντα για κείνους που έχουν φύγει για πάντα)


«Ξύπνησε κοριτσάκι, να σε σκοτώσουμε.
Άφησε τα όνειρά σου εδώ στη γη.
Έχεις καιρό να ονειρευτείς στον τάφο σου.

Ξύπνησε κοριτσάκι μου να σε σκοτώσουμε
προτού προβάλλει ο ήλιος και μας δει
θάναι πιο καλά στο μισοσκόταδο…»

(Εγερτήριο πριν την αυγή)





ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΑΛΙΚΗΣ


Το βιβλίο αρχίζει με το τελευταίο φύλλο του ημερολογίου της Αλίκης που γράφηκε την 15η Απρίλη 1949. Το χάραμα της 16ης η Αλίκη εκτελέστηκε…

Παραθέτουμε το τελευταίο γράμμα της Αλίκης:

«Δεν φανταζόμουνα ποτέ πως τόσο πολύτιμη κι ωραία είναι η ζωή. Αν μπορούσε κανείς να μου το πει πρωτύτερα, και να τον πιστέψω, θα πρόσεχα πολύ στο πέρασμά της. Θα ήταν κάθε μου βήμα και ύμνος προς αυτήν. (Να, τώρα γιατί μου ήρθε στο νου μια σκηνή απ’ τον Σοπέν κι ακόμα η μελωδία του αθάνατου Μπετόβεν στη «Σονάτα υπό το Σεληνόφως»; Αχ, πόσο θάθελα ακόμα μια φορά να τ’ ακούσω απ’ τις γλυκόλαλες χορδές του πιάνου μου, χαμένο κι αυτό πια τώρα). Θα πρόσεχα το κάθε φύλλο που σειόταν απ’ τ’ αγέρι και που τόση ζωή κλειούσε μέσα του. Κάθε μου βήμα θα ήταν κι ένα προσκύνημα  –τέτοια προσκυνήματα έκανα πάντα, όμως μόνο με αισθήματα,-  κι ούτε ένα μυρμήγκι δε θα πέθαινε κάτω απ’ το πέλμα μου. Θα έμενα ξάγρυπνη τις νύχτες για να είχα τώρα ζήσει διπλή τη μικρή μου ζωή (αλήθεια δεν έκλεισα ακόμη τα εικοσιένα μου χρόνια…)………………

….Να, απόψε είναι το τελευταίο βράδι για πέντε ανθρώπους, που επί εικοσιδύο μέρες ανάσαιναν πλάι μου  -κι αύριο δεν θα υπάρχουν, η ζωή όμως θα κυλάει αδιάφορη για άλλους. Ίσως νάναι κι η δική μου στερνή νύχτα…. Τούτες τις τελευταίες μέρες πρόσεξα όλους τους ήχους. Ένιωσα ως μέσα στην καρδιά μου τα μηνύματα της Άνοιξης, που έρχεται και που θα είναι η τελευταία της λιγόχρονης ζωής μου. Ακούω από πάνω μου τα βήματα των μελλοθανάτων… το βήχα τους… κι αυτή τους την παράξενη για μένα, ευθυμία. Γιατί πεθαίνουν; Ζήσαν τόσο πολύ για να είναι ευχαριστημένοι με το θάνατό τους; Τότε τι νόημα έχει η ζωή; Αλήθεια κι εμένα γιατί να με σκοτώσουν; Πως δεν μ’ αφήνουν να εκπληρώσω τον μεγάλο μου προορισμό σαν γυναίκα στη ζωή; Γιατί δεν μ’ αφήνουν να γνωρίσω το μεγάλο συναίσθημα της μητρότητας και τη μεγάλη στιγμή της φύσεως; Ήθελα να κι εγώ να στήσω νοικοκυριό, να γεννήσω παιδιά, να τα φροντίζω – να μου αρρωστήσουν και να ξαγρυπνώ πάνω από την κούνια τους. Ακόμα ήξερα και πώς να τα ντύνω – κι ακούστε: Είχα ακούσει την αδύνατη φωνούλα τους να προσπαθούν να ταιριάξουν τις πρώτες λεξούλες που θα τα συνέδεαν με τη ζωή. Θα τα μάθαινα πολύ μικρά ν’ αγαπούν τη μουσική και νάναι πάντα διψασμένα για μάθηση. Θα τους έβαζα διπλά μαξιλάρια στο σκαμνάκι του πιάνου για να φτάνουν τα μικρά τους ροδοδάχτυλα τα πλήκτρα. Ω!... τι αστεία που θα είναι τα μουτράκια τους όταν θ’ ακούσουν τον πρώτο ήχο… ίσως τρομάξουν κιόλας… Τι γέλια που θα κάνουμε με το μπαμπά τους… Θέλω να πω πως θα κάναμε αν ζούσα κι αν ήταν όλα έτσι όπως τα φαντάστηκα… Απόψε ίσως να΄ ταν η τελευταία δύση που θαύμασα.

Μελλοθάνατη. Απόψε αγαπημένοι μου πρέπει να κοιμηθούν τα όνειρά μου. (Ακούω το σκοπό να λέει πως είναι δέκα παρά τέταρτο – και μένουν τόσες λίγες ώρες ως το πρωί…. Πόσο βιάζεται ο Χρόνος….).

Δίπλωσε χρόνε, δίπλωσε
τ’ ακούραστα φτερά σου,
ώρες γλυκές μην τρέχετε,
σταθήτε μια στιγμή…

Τι αισθανόταν ο Λαορτίνος την ώρα που συνέθετε τούτους τους στίχους…

…….Πολυαγαπημένοι μου, εσάς που τόσο πολύ πόνεσα τις τελευταίες δύσκολες μέρες, ζητώ από σας, ως τελευταία μου χάρη, όχι ν’ αγνοήσετε το θάνατό μου, γιατί αυτό δεν είναι ανθρώπινο, αλλά να βοηθήσετε ο ένας τον άλλον, όσο μπορείτε, να μου δώσετε ψεγάδια, για νάναι ευκολώτερο να με ξεχάσετε… Μην προσπαθήσετε να φανταστείτε την εικόνα του τόσο αλλόκοτου θανάτου μου – γιατί ούτε κι εγώ προσπάθησα να κάνω… Εκείνη τη στιγμή ίσως φοβηθώ λιγάκι γιατί δεν έχω ξαναπεθάνει και δεν ξέρω πως θα είναι… - είναι φυσικό. Λυπούμαι μόνο που θα είναι ελληνικές οι σφαίρες που θα σταματήσουν τη ζωή μου – και γι αυτό θα πρέπει κι εσείς να λυπηθείτε και να κλάψετε….

……Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να με πάρουν κι εμένα το πρωί, κι όμως δεν νιώθω καμιά νευρικότητα μέσα μου. Έτσι λοιπόν ήρεμα θάρθει ο θάνατος; Θέλω τόσο πολύ να ζήσω…. Γιατί λοιπόν δεν εξανίσταται το είναι μου ολόκληρο στην προσμονή του χαμού μου;….
…...Είμαι τόσο μικρή ακόμη. Τι κακό μπορούσα να κάνω στην πατρίδα για να με αποκαλούν προδότη; Γιατί δεν μ’ αφήνουν να τελειώσω τις σπουδές μου, να μπορέσω τότε να βοηθήσω κι εγώ με τις μικρές μου γνώσεις την Ελλάδα σ’ αυτό το αιώνιο πνευματικό ανέβασμά της;
……………….
9.4.49 (Σάββατο)
Πέρασε κι αυτή η αυγή. Ζουν κι οι πέντε ακόμα… Αύριο είναι Κυριακή – δεν εκτελούν. Τη Δευτέρα την αυγή θα περιμένω πάλι…
……………….
10.4.49. (Κυριακή 12 1/2 νύχτα)
Λίγες ώρες μένουν ως που να φέξει. Δε μας απομόνωσαν εμάς, ίσως να μην είμαστε αύριο με τους άλλους. Θέλω την τ ε λ ε υ τ α ί α   σ τ ι γ μ ή  ν’ αφήσω τα γράμματα για το σπίτι….

Αλίκη».


Πόσο πρέπει να αγαπούσε τη ζωή αυτό το νέο κορίτσι ώστε τα τελευταία της λόγια να αποτελούν έναν αληθινό ύμνο στις ίδιες τις χαρές της ζωής που τόσο πρόωρα αποχωρίζονταν. Αλλά και πόσο βαθιά πίστη στα ιδανικά της, τις αρχές της και στο δίκαιο αγώνα είχε, ούτως ώστε να αυτοθυσιαστεί…  

Την αυγή της 16ης Απριλίου 1949 η νεαρή ηρωίδα Αλίκη Τσουκαλά θα σταθεί περήφανη, μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους της, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Το αθώο νεανικό της αίμα θα ποτίσει το δεντράκι των αδικαίωτων οραμάτων αυτού του λαού…  


Ένα αφιέρωμα στην Αλίκη 

Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

Το γραμμόφωνο του Γιάννη και οι μουσαφιραίοι!



Μια αληθινή εύθυμη ιστορία από "τα χρόνια της αθωότητας" 

στην προπολεμική Ευρυτανία!


Ήταν ένας ωραίος άνθρωπος ο Γιάννης. Λεβεντάντρας Ευρυτάνας, αγρότης που πάλευε με τη γη. Πρoπολεμικά, πολύ πριν το ’40, σε μια εύφορη περιοχή κοντά στον ποταμό Μέγδοβα, ο Γιάννης διέθετε λίγα χωραφάκια και ένα ταπεινό αγροτόσπιτο όπου στέγαζε την οικογένειά του, την αγαπημένη του γυναίκα με τα έξι παιδιά τους. Εργατικός και προκομμένος πότιζε με τον τίμιο ιδρώτα του τη γη κι εκείνη του το ανταπέδιδε με τους καρπούς της. Έτσι ζούσαν καλά. Τα αγαθά της λιγοστής μα γόνιμης γης του δεν τον έκαναν βέβαια “πλούσιο” αλλά ποτέ κιόλας δεν στερήθηκε τα βασικά. Γι’ αυτό και αρκετά χρόνια αργότερα, επί Κατοχής τότε το ‘41 με τη μεγάλη πείνα, δεν ήταν λίγοι εκείνοι που επισκέπτονταν από μακριά το Γιάννη για να τους δώσει λίγο αλεύρι φέρνοντας για αντάλλαγμα χρήματα ή άλλα πράγματα. Ο Γιάννης τότε θύμωνε, μιας και ποτέ δεν καταδέχονταν τέτοιες δοσοληψίες ούτε διανοούνταν να ανταλλάξει με οτιδήποτε την ανθρωπιά του. Όχι μόνο δεν ζητούσε το παραμικρό αλλά απεναντίας έδινε σε όλους ότι μπορούσε και κατόπιν… έπιανε μαζί τους και το χορό! «Όλα θα σιάξουν μην το βάνετε κάτω» συνήθιζε να λέει. Ο Γιάννης δεν έχανε ποτέ το κέφι του, ήταν πάντοτε γελαστός και πρόσχαρος. Αγαπούσε πολύ και τ’ άλογα, είχε όνομα ξακουστού καβαλάρη στα ευρυτανικά χωριά! Μα του άρεσε και το τραγούδι. Έτσι τον καταλάβαινε η γυναίκα του όταν γυρνούσε αργά το σούρουπο: από τον καλπασμό του αλόγου του και από το τραγούδι του!


Αλλά ας γυρίσουμε ξανά στην προπολεμική εποχή. Ο Γιάννης ήταν άνθρωπος ξύπνιος και περπατημένος. Ήταν από κείνους τους τυχερούς Ευρυτάνες που ‘λαχε να ‘χουν συγγενείς στην Πόλη. Έτσι κι αυτός είχε πατέρα κι αδέρφια μετανάστες στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τον ξεριζωμό της Μικρασίας τα αδέρφια του Γιάννη επέστρεψαν στην Ευρυτανία κι ύστερα από λίγο ξενιτεύτηκαν στην Αμερική. Τον αγαπούσαν και τους αγαπούσε και γι’ αυτό σχεδίαζε κάποια στιγμή να τους ακολουθήσει. Εκείνοι που ήξεραν την αγάπη του αδερφού τους για το τραγούδι του στείλανε κάποτε δώρο ένα γραμμόφωνο! Τούτο ήτανε η μεγάλη χαρά του Γιάννη. Μόλις σουρούπωνε κι ο καλός ο νοικοκύρης γύριζε απ’ τα χωράφια, η πρώτη δουλειά του ήταν να κουρδίζει το γραμμόφωνο και να βάζει τις πλάκες να παίζουν. Τραγούδια όμορφα, νοσταλγικά μα και γλεντζέδικα. Πλημμύριζε με νότες ο τόπος κι έτσι ο Γιάννης ξεκουράζονταν, έπινε το κρασάκι του και μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του το διασκέδαζαν. 

Κάποιοι συγχωριανοί από τον απέναντι μαχαλά άκουγαν το τραγούδι και παραξενεύονταν. Μωρέ τι γίνεται με δαύτον; Κάθε βράδυ όργανα και τραγούδια; Πως τα καταφέρνει; Το μάζεψαν λοιπόν και πήγαν να δουν τι συμβαίνει. Αντίκρισαν το Γιάννη με την κυρά του να κάθονται κάτω από την κληματαριά και να τραγουδάνε μερακλωμένοι. Και δίπλα ένα κουτί μ’ ένα χωνί να λαλάει. Ούτε είχανε ματαδεί ποτέ τέτοιο πράμα. Κοιτάνε από δω, κοιτάνε από κει, μπας και δουν την ορχήστρα, μα τίποτα! Μονάχα άκουγαν δίχως να βλέπουν κανέναν! 

Τους έφαγε η περιέργεια! 

-«Καθίστε ωρέ χωριανοί» είπε ο Γιάννης, «καθίστε να πιούμε και να γλεντήσουμε αντάμα». 

-«Όχι σήμερα Γιάννη μ’, όχι έτσ’ όπως είμαστι τώρα. Ταχιά θα ξαναρθούμι. Θα ‘χς κι αύριου τραγούδ’;» ρώτησαν εκείνοι! 

-«Μωρέ κι αύριο και κάθε βράδυ» ανταπάντησε ο Γιάννης. «Καλεσμένοι μου είστε όλοι, θα ετοιμάσει η κυρά μ’ τραπέζι και καλώς να ορίσετε».


Το άλλο βράδυ ο Γιάννης κούρδισε και πάλι το γραμμόφωνο. Η γυναίκα του μαγείρεψε και του πουλιού το γάλα. Δεν είχε αρχίσει καλά-καλά το παίξιμο και αντίκρισε στην πόρτα ένα σωρό μαυσαφιραίους. Όλοι τους ήτανε καλοντυμένοι, με τα κουστούμια τους οι άντρες και με τα όμορφά τους τα φορέματα οι γυναίκες. Στα χέρια τους κρατούσαν ένα σωρό πεσκέσια. Άλλοι βάσταγαν πίτες, άλλοι αυγά, κότες και κρεατικά, άλλοι νταμιτζάνες με κρασί, χίλια δυό καλούδια! Η γυναίκα του Γιάννη καταντράπηκε. Ακούς εκεί, λες και δεν είχε στο σπιτικό της δυο πράματα για να φιλέψει τους μαυσαφιραίους της; Τι νοικοκυρά θα ήταν δα; Ο κύρης της είχε καλεσμένους κι εκείνη είχε φροντίσει να κάνει τα κουμάντα της. Φαρμακωμένη κοίταξε το Γιάννη.

-«Να περάσουμι ωρέ Γιάνν’;» ρώτησαν οι μουσαφιραίοι. 

-«Μωρέ καλώς να ‘ρθείτε, αλλά τι είναι τούτα δω που κουβαλάτε; Σας ζήτησα ωρέ να φέρετε τίποτα; Δεν είπα θα σας κάμω εγώ σήμερα το τραπέζι; Άϊντε κοπιάστε τώρα, αλλά σας το λέω καθαρά, αυτά που φέρατε αφήστε τα απόξω», είπε ο Γιάννης μισοθυμωμένος. 

Οι χωριανοί αλληλοκοιτάχτηκαν και κοντοστάθηκαν. Ένας από τους μεγαλύτερους έκανε ένα βήμα μπροστά. Ο Γιάννης που τον υπολόγιζε τον κοίταξε με σεβασμό. Εκείνος πήρε το λόγο: 

-«Γιάνν’ μη διαολίζεσαι, στάσ’ να σ’ πω. Μην μας παρεξηγάς. Δεν είν’ για του λόγου σ’ τούτα τα πεσκέσια ούτε σημαιοστολιστήκαμι για να κάμουμι σι σένα τουν καμπόσο»! 

O Γιάννης απόρησε:

-«Για ποιον είναι τότες;» ρώτησε με περιέργεια. 

Ο γεροντότερος ξαναπήρε το λόγο: 

-«Να, κοίτα να ιδείς, είπαμι να ντθούμε καλά και να φέρουμι κι κατιτίς, πρώτ’ βολά που ‘ρθαμε, για να μη μας παρεξηγήσνε τούτ’ εδώ οι ανθρώποι π’ θέλνε να μας γλεντήσνε», είπε και έδειξε με νόημα το... κουτί του γραμμοφώνου!!! 

Έμεινε ξερός ο Γιάννης...

                                           


Σε λίγο τα γέλια του αντηχούσαν μέχρι τη ρεματιά. Είδε κι έπαθε ο δόλιος ο Γιάννης για να τους εξηγήσει ότι από “το κουτί” δεν πρόκειται να βγει κανείς έξω και ούτε υπήρχε εκεί μέσα κάποια ορχήστρα που να τους κοιτάζει, αλλά πως ήτανε ένα εργαλείο που από τη μαύρη πλάκα και από το χωνί έβγαιναν οι μουσικές και τα τραγούδια!

Έτσι το γλέντι ξεκίνησε με το γραμμόφωνο στη διαπασών και σε λίγο ο χορός πάγαινε σύννεφο μαζί με το κρασί και τα μεζεδκλίκια. Γυροβολιά στη γυροβολιά, στροφές, φιγούρες, πράματα και θάματα. Οι πλάκες άλλαζαν η μία μετά την άλλη και το γλεντοκόπι κράτησε μέχρι το ξημέρωμα!

                                          

-«Καλά περάσαμι ωρέ Γιάνν’ με τούτο του διαόλ’ του εργαλείου», είπαν κατευχαριστημένοι οι μουσαφιραίοι αποχαιρετώντας τα χαράματα το Γιάννη. 

Εκείνος καμαρωτός-καμαρωτός τους ξεπροβόδισε λέγοντας: 

-«Νάμαστε όλοι καλά, το σπιτικό μ’ είναι ανοιχτό και το γραμμόφωνο έχει πολλές πλάκες ακόμα»!  

Τι το ‘θελε να το πει αυτό το τελευταίο; Κακό μπελά βρήκε! Που τους έχανες που τους έβρισκες τους χωριανούς, κάθε βραδάκι, δίπλα από το… κουτί του Γιάννη την έβγαζαν!

ΥΓ: εις μνήμην του παππού που δεν γνώρισα.

Παρασκευή 5 Απριλίου 2013

Βελούχι μου περήφανο




«Βελούχι μου περήφανο
κι οξιά ζωγραφισμένη,
λιώσε τα χιόνια γλήγορα
να χορταριάσει ο τόπος.

Να βγουν οι βλάχοι στα βουνά
να βγουν κι οι βλαχοπούλες,
να βγουν και τα βλαχόπουλα
λαλώντας τις φλογέρες.

Να βγουν τα λάγια πρόβατα
με τα λαμπρά κουδούνια,
να βγουν τ’ αρνάκια παίζοντας
μπροστά από τις μάνες.»

(Παλιό δημοτικό τραγούδι)