Παρασκευή 26 Ιανουαρίου 2018

Συνειρμοί


Καμιά φορά τα λόγια περιττεύουν. Αρκεί μία τυχαία εικόνα για να εκπέμψει μηνύματα μεγαλύτερης ισχύος από ολάκερα... "κατεβατά αναλύσεων"!

Τρίτη 23 Ιανουαρίου 2018

Το όρνιο: "ο εργάτης καθαριότητας" των βουνών μας!


Ιδού τι έγραφε, μεταξύ άλλων, ο μεγάλος Ευρυτάνας λογοτέχνης Ζαχαρίας Παπαντωνίου για τον συντοπίτη του Στέφανο Γρανίτσα συγγραφέα του περίφημου βιβλίου υπό τον τίτλο : "Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου":

"Το βιβλίον αυτό μας φέρνει εις τας δροσεράς και βαθείας πηγάς της ζωολογικής επιστήμης. Την ζωολογίαν την έκαμαν οι γεωργοί, οι κυνηγοί και οι ψαράδες. Υποθέσατε, ότι κάποιος εξ αυτών, με μνήμην ακριβή, με συνείδησιν, με βλέμμα καθαρόν και γοργόν, με ποίησιν, με ακίνδυνον φανταοίαν και με αγαθήν ειρωνείαν, αποφασίζει να μας διηγηθή, εμπρός εις πελωρίαν φωτιά του χειμώνος, τας γνωριμίας του με τα ζώα, ό,τι ξεύρει το μάτι του, η αφή του, η ακοή του δια τους κατωτέρους αδελφούς του ανθρώπου. Αυτός είναι ο Γρανίτσας. Άνθρωπος του υπαίθρου με ανεπτυγμένην την επιστημονικην περιέργειαν, στήνων δόκανα και παραμονεύων εις την λόχμην. Ηθέλησε να ιδή ο ίδιος, ν’ ακούση ο ίδιος τα ζώα, να θησαυρίση τας γενικεύσεις που έκαμαν ολόκληροι γενεαί δι’ αυτά. Και πραγματικώς είδε και ήκουσε. Διηγείται και παριστάνει ωσάν άνθρωπος της φύσεως διαθέτων οξυτάτας αισθήσεις. Εις τας σελίδας του υπάρχει ένας θη­σαυρός από παρατηρήσεις παρθένους και ωραίας. Είναι πιθανόν η λαϊκή παράδοσις, την οποίαν τόσον προσέ­χει, να έρχεται κάποτε εις αντίφασιν με τα αυστηρά πορίσματα της ζωολογίας. Πιθανόν να εισέδυσαν εδώ πλάνοι, τας όποιας η επιστήμη είναι ελευθέρα να απορρρίψη ή να αναιρέση. Εν πάσει όμως περιπτώσει αι σελίδες αυταί παρέχουν πλούσιον υλικόν εις την επιστήμην. Συγκεντρώνουν τας παρατηρήσεις ενός Έλληνος φυσιολάτρου επί του συνόλου των ζώων που συντηρεί η Στερεά Ελλάς, επί της ελληνικής faune. Μας πα­ρουσιάζουν πολύ από την ελληνικήν χλωρίδα με τον ζωικόν της κόσμον. Μας δίδουν ταυτοχρόνως άφθονον λαογραφικόν υλικόν. Είναι μία εργασία που εθεωρήθη ως ευεργεσία ενός ανθρώπου προς το κοινόν, όταν εδημοσιεύθη εις την «Εστίαν». Πρώτην φοράν λογογράφος Έλλην απεφάσιζε να ξυπνήση την κοινωνίαν από τον αστικόν της ύπνον, προσφέρων μέσα εις τα κομμωτήριά της ολόκληρον δάσος της Ευρυτανίας με τα τετράποδα και τα πτερωτά του(...)"

Από το προαναφερόμενο βιβλίο του αείμνηστου συμπατριώτη μας Στέφανου Γρανίτσα (βιβλιοπωλείον της Εστίας), επιλέξαμε ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στο όρνιο, στον παρεξηγημένο, αλλά χρησιμότατο "εργάτη καθαριότητας" των βουνών μας!

Απολαύστε το...

==========

Το όρνιο

Δίχως άλλο καμμία ευρωπαϊκή πόλις δεν είναι δυ­νατόν να έχη την υπηρεσίαν καθαριότητος, την οποίαν έχουν τα βουνά. Επειδή, ως επί το πλείστον είναι κακοπάτητα και το χειρότερον ακόμη τα διάφορα ζώα, είτε ήμερα είτε άγρια, ευρίσκονται εις κατάστα­σιν διαρκούς εμφυλίου πολέμου - αυτούς τους μήνας μάλιστα οι οποίοι είναι ερωτική εποχή των προβάτων σκοτώνονται καθημερινώς κριάρια αλληλομαχόμενα διά τας Ιουλιέτας των κοπαδιών των - τα όρνια εκτελούν μεγάλην κοινωνικήν αποστολήν, καθαρίζοντα αμέσως τα βουνά από τους νεκρούς μαχητάς του Έ­ρωτος.

Μία ποιμενική παράδοσις βεβαιοί, ότι τα όρνια ανέλαβον την εργασίαν ταύτην κατά διαταγήν αγίου ανθρώπου, του Αθανασίου του εξομολογητού, ιδιαιτέ­ρου προστάτου των προβάτων.

Ο Άγιος Αθανάσιος διήρχετο κάποτε τα βουνά κηρύσσων τον λόγον του Θεού και εξομολογών τους αμαρτωλούς. Άμα έφθασεν εις μίαν κορυφήν της Ευρυτανίας, η οποία αποτελεί το σύνορον Θεσσα­λίας, Ηπείρου και Στερεάς, επλησίασε μίαν στάνην όπου απέκρυψε την ιδιότητά του και προσποιηθείς τον στρατοκόπον εζήτησε από τους ποιμένας ολίγον γάλα.

Εδώ η παράδοσις είναι φανερά αντιποιμενική, διότι διηγείται ότι οι ποιμένες δεν του έδωκαν γάλα, πράγμα, το οποίον είναι αντίθετον προς τα ποιμενικά έθιμα, όπως ημπορούν να βεβαιώσουν όλοι όσοι έτυχαν να περάσουν από στάνην. Τόσον το θεωρούν υποχρέωσίν των να περιποιηθούν διαβάτας, ώστε και μακράν της στρούγγας των αν περάσητε, θα σας καλέσουν εις τα κονάκια των, τα οποία άλλως τε υποβάλλονται εις ειδικήν φορολογίαν όπως «απαντούν τα έξοδα» της φιλοξενίας.

Εις μίαν μελέτην περί των Σαρακατσάνων (σκηνιτών) την οποίαν γράφω, παραθέτω φορολογικούς κατα­λόγους τσελιγγάτων, εις τους οποίους η πρώτη μερίς είναι τα «μουσαφιρλίκια». Κατά δέκα λεπτά φορολογεί ο τσέλιγγας έκαστον πρόβατον των υπ’ αυτόν σκηνιτών διά την φιλοξενίαν των διαβατών.

Η παράδοσις μ' όλα ταύτα επιμένει ότι εις τον Άγιον Αθανάσιον δεν έδωσαν ούτε γάλα. Εκείνος λοιπόν ύψωσε τας χείρας του προς τον Θεόν και κατηράσθη την στάνην, ζητήσας να γίνουν τα πρόβατα όρνια. Αμέσως τα κοπάδια έγιναν φτερωτά και οι ποιμένες έμειναν με της γκλίτσες ξηρές.

-Εσείς δε αθώα πλάσματα του Θεού, είπεν ο Άγιος, να περιπλανάσθε εις τα βουνά και να τα κα­θαρίζετε από πάσαν ακαθαρσίαν.

Τα όρνια τότε πήραν τα βουνά και επεδόθησαν εις το ανατεθέν έργον των. Μερικά όμως έμειναν εκεί κοντά στο μανδρί των, όπου και σήμερον περιπλανώνται γύρω από τα ερείπια της στάνης, αναζητούντα τους πιστικούς των και τα σκυλιά.

Προχθές το βράδυ πέρασα εις την «Αφωρεσμένην» - είναι το όνομα της κατηραμένης στάνης - και έμεινα εκεί δύο τρεις ώρας.

-Να ιδήτε, μου έλεγαν πέντε-εξ Σαρακατσαναίοι που με συνώδευαν, να ιδήτε ότι άμα βλέπουν άσπρη κάππα, που φορούμε ημείς οι βλάχοι, δεν φεύγουν γιατί θαρούν πως είμαστε οι δικοί των οι τσοπά­νηδες.

Πραγματικώς τα όρνια δεν παρεμέρισαν και επεράσαμε ανάμεσα των δίχως να διακόψουν την βοσκήν των. Εκάθησα εις τα ερείπια της στάνης και μου ήλθεν ο πειρασμός να τουφεκίσω το ορνεοκοπάδι, επει­δή το κόκκαλό των γίνεται λαμπρά φλογέρα.

-Μη τα ντουφεκάς, τα καημένα... Κρίμα... θάρρεψαν γιατί είδαν εμάς...

Αλλ’ εκείνα, ως αντελήφθην, δεν εκινούντο, διότι είχον προ ολίγου πέσει επάνω εις ένα γκρεμισμένο άλογο από το οποίον μόνον τα κόκκαλά του είχον αφήσει. Όταν μετ’ ολίγον μας έπιασε η βροχή και απεσύρθημεν κάτω από ένα έλατον, αυτά επήγαν απέναντί μας εις ένα κέδρον και έμειναν εκεί ως πρόβατα.

Οι Σαρακατσάνοι μού επέμειναν, ότι εκεί ήταν ο «σταλός των» όταν ήσαν πρόβατα και επήγαν κατά συνήθειαν, την οποίαν έχουν τα πρόβατα την μεσημβρίαν να λημεριάζουν υπό παχύσκια δένδρα.

Όταν ο καιρός αναπήρε, συνεκεντρώθησαν εκεί πολλοί Σαρακατσάνοι και είδα πως ήτο αδιάσειστος η πεποίθησίς των, ότι όρνια, προ του αφορισμού δεν υπήρχον και ότι ο δημιουργός των είναι ο Άγιος Αθανάσιος. Ίσως έκτοτε οι Σαρακατσάνοι να έγιναν τόσον φιλόξενοι. Αλλά τα όρνια μένουν όρνια και καθαρίζουν τα βουνά με ηλεκτρικήν ταχύτητα. Μόλις γκρεμισθούν ή ψοφήσουν πρόβατα, άλογα, μουλάρια, κ.λπ. επιπίπτουν τα όρνια και τα καθαρίζουν αυτοστιγμί.

Φαίνεται δε ότι παρομοίας υπηρεσίας προσέφεραν και κατά το Εικοσιένα. Οι βοσκοί ερευνούν επιμόνως τα σπήλαια όπου κάνουν τις φωλιές των με την ιδέαν ότι θα εύρουν χρυσαφικά, ιδίως δακτυλίδια, τα οποία μετέφερον εκεί τα όρνια μαζί με τα χέρια των νεκρών κλεφτών που ήρπαζον από τα πεδία των μαχών. Ένας Σαρακατσάνος μου έδειξε χρυσό δακτυλίδι που ευρήκε μέσα εις μίαν ορνιοφωλιάν μαζί με σκελετούς αν­θρωπίνων χεριών.

Ελησμόνησα να σημειώσω παραπάνω, ότι υπάρχουν και όρνια, τα οποία δεν τρώγουν μόνον το κρέας, άλλοι ροφούν και τα κόκκαλα, εντεύθεν δε και ειδική ονο­μασία των «κοκκαλιάδες». Οι κοκκαλιάδες αρπάζουν τα κόκκαλα και αφού προχωρήσουν πολύ υψηλά να πε­τούν απ’ εκεί επάνω εις πετρώδη μέρη διά να τα σπάσουν. Κατεβαίνουν έπειτα και επιδίδονται εις την απορρόφησιν των μεδουλιών των.

Οι κλέφτες του Εικοσιένα όμως ήσαν υπερήφανοι, ώστε να μη θέλουν να φαίνωνται ότι τρώγουν τα κορμιά των τα όρνια όπως τα ψοφίμια. (Οι κλέφτες τούς από φυσικόν θάνατον αποθνήσκοντας ονομάζουν ψοφίμια και ηύχοντο διά τον εαυτόν των να τελειώ­σουν ως σφαγάδια, τουτέστι να σκοτωθούν εις τον πόλεμον). Η υπερηφάνειά των λοιπόν δεν τους επέ­τρεπε να νομίζουν ότι θα γίνουν βορά των ορνιών, αλλά των σταυραετών, προς τους οποίους και απευ­θύνονται τα επιθανάτια τραγούδια των:

Φάγε - ν - αητέ μ’ τα νιάτα μου,
φάγε την αντρειά μου,
να κάμης πήχυ το φτερό και
σπιθαμή το νύχι.

Ίσως είναι η ποιητικωτέρα διάθεσις των πολεμιστών του Εικοσιένα το να θέλουν να μετενσαρκωθούν μέσα στις σπαθωτές φτερούγες των αητών που χαίρονται τα ύψη και δέρνουν βροντερά τον αιθέρα, όπως τα πολύηχα άρματά των. Ένα αρματολικό τραγούδι λέγει:

Το πώς βροντάει ο σταυραετός
όντας αργοκινάει,
έτσ’ όντας συναρίζεται
κι ο γλεντερός ο κλέφτης.

Ήτο δυνατόν ο «γλεντερός κλέφτης» να παραδεχθή, ότι τα νιάτα του τρέφουν τα όρνια, τα δυσκί­νητα, τα πεζότατα, τα ταπεινά αυτά ζώα; Ημείς εδώ όταν πρόκειται να επιπλήξωμεν κανένα ως βραδυκίνητον, ως μπουνταλάν, ως άχθος αρούρης, έχομεν πρόχειρον την φράσιν.

-Όρνιο της Καράβας!

Καράβα δε ονομάζεται η σειρά των κορυφών της Οξιάς όπου περιπλανώνται τα θύματα του αφορισμού του Αγίου Αθανασίου, καθαρίζοντα τους γκρεμούς από τα ψοφίμια δίχως αστυϊατρικήν υπηρεσίαν, την οποίαν έχουν οι Αθηναίοι, που εκτελούν παρομοίαν υπηρεσίαν εις πολλά αθηναϊκά ξενοδοχεία… Κατά τούτο τα όρνια διαφέρουν μερικών Αθηναίων, οι οποίοι πληρώνουν αστυϊάτρους, πληρώνουν εφημερί­δας διά να διαβάζουν τα «απόζοντα» εξ ακαθαρσίας ξενοδοχεία και έπειτα πηγαίνουν και τρώγουν εις τα ίδια ξενοδοχεία.

Παρασκευή 19 Ιανουαρίου 2018

Ζωής ελεύτερης παλμός στα στήθια του χτυπούσε...

Χαρακτικό του Θωμά Μώλου

Το Γενάρη του 1945 (3/1) δολοφονείται από τους Εγγλέζους στις μάχες της Αθήνας, ο 24χρονος Ευρυτάνας ποιητής και καπετάνιος του ΕΛΑΣ Δώρης Άνθης (Νίκος Ζωγραφόπουλος). Ήταν φοιτητής της Νομικής και ένας από τους πρωτοξεκινητάδες της Λαϊκής Αντίστασης δίπλα στον Άρη Βελουχιώτη! Ο Δώρης Άνθης, πιστός στα ιδανικά του αγώνα και παλικάρι ως την ύστατη ώρα, πέταξε προς την αθανασία με μία μεγαλειώδη ηρωική πράξη αυτοθυσίας: στάθηκε ολόρθος μπροστά σε ένα αγγλικό τανκ για να υπερασπίσει τα παιδιά του λόχου του σε μία κρίσιμη στιγμή της μάχης! 

Στην άσβεστη μνήμη του αλησμόνητου συμπατριώτη μας, παρουσιάζουμε ένα εξαιρετικό ποίημά του (προφητικό και για τον ίδιο)! Τιτλοφορείται: "Σ' αυτούς που δεν γυρίσαν"... 

=======

Κι αθεώρητοι, αν περάσατε στου χάρου το λιμάνι
μεσ΄ στο σκοτάδι μιας νυχτιάς ή μιας αυγής αντάρα
χαράς σας το αιματόβρεχτο που πλέξατε στεφάνι
με τ' άνθια της Ελευτεριάς. Γλυκειά ζωής λαχτάρα.

Ζωής ελεύτερης παλμός στα στήθια σας χτυπούσε
ως τη στιγμή την ύστερη που εγίνατε θυσία,
που το κανόνι βρόνταγε κι η οβίδα γύρα σκούσε
ως που σας πήρε τ' άστραμα με την αθανασία.

Κι αν κάποιας μάνας κλάματα, κάποιου μωρού το θώρι
η Αχερουσία η άσπλαχνη το πήρε στον αφρό της
με την αυγούλα τόσμιξε παρηγορήτρια κόρη
και σκόρπισε τριαντάφυλλα με δάφνες στο νερό της.

Λεβέντες κι όσοι αθεώρητοι, η δάφνη αντάμα πλέει
με της κοπέλας τον καϋμό, με της θεάς το γέλι.
Η αθανασία που γελά, η Ελλάδα που σας κλαίει
κι εσείς το γέλιο χαίρεστε, το κλάμα δε σας μέλλει.

(Δώρης Άνθης)
Η προτομή του αλησμόνητου Δώρη Άνθη στο Γυμνάσιο Καρπενησίου - φωτο: "Ευρυτάνας ιχνηλάτης"

Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

"Το 'κοψε κουμπούρι" ο γαμπρός!



Υποδεχόμαστε τον καινούργιο χρόνο με μία εύθυμη ιστορία του τόπου μας,

δοσμένη με μοναδική χάρη από την Ευρυτάνισσα κυρά Λένη!

Απολαύστε τη...

==============

Τα παλιά τα χρόνια οι περισσότεροι γάμοι γινότανε με προξενιά! Έτσι λοιπόν ένας προξενητής από ένα ορεινό χωριουδάκι της Ευρυτανίας πήρε το νεαρό Βέλιο να πάνε στο σπίτι ενός νοικοκύρη σε κάποιο άλλο χωριό για να ζητήσουνε σε γάμο την κόρη του. Προτού φύγουνε του έδωσε μερικές συμβουλές:

- Άκουσι πιδί μ'... αυτού που θα πάμι θέλου να προσέχ'ς.  Πρώτα θα φιλιήσ'ς του χερ' τ' πεθερού, μετά τσ' πεθεράς και στ' νυφ' χαμλά τα μάτια σ'!  Άκσες; 

-Άκσα μπάρμπα. 

-Κι όταν απστοθούμι στ'ν τάβλα θα φας μαναχά δυο-τρεις χαψιές. Ιγώ θα σε τσουγκρίσω στου πουδάρ' κι συ θα καταλάβ'ς και δεν θα ματαπλώεις χέρ' στου τραπέζ'. Μην μας πουν και λυσσασμέν'ς! Ακούς ορέ τι σ' λέου, μη με ντρουπιάεις και πουν οι ανθρώπ' τι μας έφιρες ιδώ ορέ ζαγάρ' !!!

- Καλά μπάρμπα, όπως μούπες έτσ' θα κάμου...

Ο γαμπρός ο Βέλιος φόρεσε την καλή του φουστανέλα, έβαλε τα τσαρούχια του και πήρε μαζί του και τον τρουβά του. Έβαλε μέσα ψωμί, τυρί... κρεμμύδι και ξεκίνησε μαζί με τον προξενητή για τον προορισμό τους. 

Γίνανε όπως τα συμφωνήσανε... Χαιρετούρες, χειροφιλήματα στα πεθερικά, όλα όπως έπρεπε. Περάσανε και στον οντά... Νάσου και η νύφη όμορφη και χαμηλοβλεπούσα! Κι ο Βέλιος, όμως, τα μάτια στο πάτωμα... Η κόρη σερβίρισε τους καλεσμένους γλυκό από μία κούπα με δύο κουτάλια. Καθένας έβαλε το κουτάλι του στην κούπα και πήρε από λίγο για το καλό. Το κορίτσι έφερε και το τσουκάλι με το νερό, ήπιανε και αντάλλαξαν ευχές. Μετά τα 'πανε και τα συμφωνήσανε και για το γάμο. 

Στο τέλος στρώθηκε κι η τάβλα. Τι να δουν τα μάτια σας! Του κόσμου τα καλά είχε ο νοικοκύρης: ψητά, κοκορέτσια, τυριά, πίτες, κρασιά, μέχρι και... τραχανά για το κρύο! Έκαναν το σταυρό τους όπως συνηθίζανε και ριχτήκανε στο φαϊ. Ο μπάρμπας ο προξενητής, δεν σταματούσε με τίποτε, έτρωγε με δυό μασέλες! Ο καημένος ο γαμπρός μόλις τόλμησε ν' αγγίξει δυο-τρεις μπουκιές... "γκαπ" νιώθει μια κλωτσιά στο πόδι κάτω από το τραπέζι από τον προξενητή και... αμέσως σταμάτησε! 

Το βράδυ οι νοικοκυραίοι του σπιτιού στρώσανε στο διπλανό δωμάτιο για να κοιμηθούνε οι μουσαφιραίοι. Έξω είχε βαριά κακοκαιρία. 

Τον γαμπρό όμως τον θέριζε η πείνα. Που να κοιμηθεί! Σηκώθηκε σιγά-σιγά, πήρε τον τρουβά του, βγήκε έξω κι άρχισε να τρώει στα κρυφά το ψωμοτύρι του. 

Στα χωριά εκείνα τα χρόνια την τουαλέτα την είχανε έξω από το σπίτι. Τελείως τυχαία βγήκε ο νοικοκύρης να... την επισκεφτεί!

Έξω χιόνιζε. Το απέναντι βουνό το λέγανε κατά σύμπτωση... Βέλιο, όπως και το γαμπρό!

Ο πεθερός δεν πήρε χαμπάρι το γαμπρό. Μόλις όμως αντίκρισε το βουνό που χιόνιζε ασταμάτητα, είπε φωναχτά: "Ρίξε καημένε Βέλιο, ρίξε ορέ όσο μπορείς"!!!

Και ο γαμπρός που ήτανε κρυμμένος, λέει αγανακτισμένος:

"Ώχου, κι αν ρίχνου κι αν δεν ρίχνου, απ' το δκό μ' τον τρουβά ρίχνου! Ακούς τι σ' λέου, αμάν με σας πο' μπλεξα!"

Και δώστου στα ποδάρια... "το 'κοψε κουμπούρι ο γαμπρός" κι άντε να τόνε ματαβρείς!!!


Ήταν μία εύθυμη διήγηση από την Ευρυτάνισσα κυρά Λένη
...για το καλό του χρόνου!